- ἐμπρήσας
- ἐμπρήσᾱς , ἐμπίμπρημιbaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐμπρήσᾱς , ἐμπρήθωblow upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεφρώ — όω, Α [τέφρα] 1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα 2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ) 3. παθ. τεφροῡμαι, όομαι καλύπτομαι από τέφρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας… … Dictionary of Greek
υπεκχωρώ — έω, Α 1. απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὑπεξεχώρεε ἐμπρήσας τε τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.) 2. (με δοτ.) αποσύρομαι παραχωρώντας την θέση μου σε άλλον 3. αποφεύγω, διαφεύγω («τὸ δ ἀθάνατον, σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται… … Dictionary of Greek